- Όμηρος
- Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω Ασίας, στην Αίγυπτο, στην Ελλάδα και στη Ρώμη, όπου υπήρξε κανονική πολιτική συνήθεια να κρατιούνται στον ρωμαϊκό χώρο, υπό καθεστώς μεταμφιεσμένης αιχμαλωσίας, τα παιδιά υποταγμένων ηγεμόνων, προς εξασφάλιση της νομιμοφροσύνης των γονέων τους. Η ομηρία εξακολουθεί να υφίσταται κατά τον Μεσαίωνα, αλλά εγκαταλείπεται προοδευτικά κατά τους νεότερους χρόνους. Για τελευταία φορά εφαρμόστηκε το 1748, όταν, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Ακυισγράνου (Άαχεν), δύο μεγάλοι ευγενείς της Αγγλίας παραδόθηκαν ως ό. στους Γάλλους, ως εγγύηση για την εκτέλεση του όρου που προέβλεπε την απόδοση του νησιού του Ακρωτηρίου της Βρετάνης στη Γαλλία.
Κατά τους νεότερους, αντίθετα, πολέμους, έγινε συχνά προσφυγή, παρά τη γενική αντίθεση της νομικής θεωρίας, στην κράτηση o., με σκοπό να κατευναστούν εχθρικές εκδηλώσεις και να εξασφαλιστεί η υπακοή του πληθυσμού στα κατεχόμενα εδάφη. Κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου, την πρακτική αυτή ακολούθησαν άδικα τα γερμανικά στρατεύματα, τα οποία δεν δίστασαν να εκτελέσουν τους ο. όταν η απειλή δεν επέφερε την αναμενόμενη συμπεριφορά. Μετά τον πόλεμο, η φρίκη που προκάλεσαν αυτές οι σφαγές οδήγησε στην απαγόρευση των συλλήψεων και της καταδίκης σε θάνατο των ο. (Συμβάσεις της Γενεύης 12.8.1949). Η παραβίαση της απαγόρευσης συνεπάγεται τη διεθνή ευθύνη του κράτους και την εφαρμογή σε βάρος των ενόχων των κυρώσεων που έχουν προβλεφθεί για τους εγκληματίες πολέμου.
* * *ο (ΑΜ Ὅμηρος)ο περιφημότερος επικός ποιητής, στον οποίο οι Έλληνες απέδιδαν τα δύο μεγάλα έπη τής αρχαιότητας, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Η επικρατέστερη άποψη για την ετυμολογία τού ονόματος τού Ομήρου, παρά τις πολλές παραδόσεις που μαρτυρούνται για τον ποιητή, είναι ότι έχει παραχθεί από το προσηγορικό ὅμηρος* (Ι) (βλ. και λ. όμηρος [ΙΙ])].
Dictionary of Greek. 2013.